καταπολεμοῦν

καταπολεμοῦν
καταπολεμέω
war down
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
καταπολεμέω
war down
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
καταπολεμέω
war down
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
καταπολεμέω
war down
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αντάρτης — Λαϊκός αγωνιστής που αγωνίζεται για πατριωτικούς σκοπούς (απελευθερωτικοί αγώνες, αγώνες για την ανεξαρτησία της πατρίδας, αποτίναξη τυραννικής εξουσίας κλπ.). Το αντάρτικο κίνημα στο οποίο συμμετέχει τις περισσότερες φορές δεν αντιπροσωπεύει την …   Dictionary of Greek

  • αντισταφυλοκοκκικά — τα (για φάρμακα) αυτά που καταπολεμούν τον σταφυλόκοκκο …   Dictionary of Greek

  • σωβινισμός — Είναι η φανατικά εθνικιστική στάση εκείνων που υποτιμούν και καταπολεμούν ακόμα και με τη βία καθετί που δεν έχει εθνική προέλευση, ενώ εξυμνούν απεριόριστα και αποκλειστικά κάθε όψη της εθνικής ζωής. Πρόκειται για ακραία μορφή εθνικισμού, που… …   Dictionary of Greek

  • τριχομονάδες — Γένος μαστιγοφόρων πρωτόζωων της τάξης των πολυμαστιγωτών που προκαλούν νόσημα των ουρογεννητικών οργάνων των γυναικών. Οι άνδρες προσβάλλονται σπανιότερα από τ. και μόνο ύστερα από σεξουαλική επαφή με γυναίκα που πάσχει από το νόσημα. Οι τ. στις …   Dictionary of Greek

  • χημειοθεραπευτικός — και χημικοθεραπευτικός, ή, ό, Ν [χημειοθεραπεία] 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χημειοθεραπευτικά (φαρμ.) συνθετικές ή ημισυνθετικές δραστικές ουσίες που καταστρέφουν ή αναστέλλουν εκλεκτικά τον πολλαπλασιασμό παθογόνων μικροβίων ή καρκινικών… …   Dictionary of Greek

  • αγαμμασφαιριναιμία — Πάθηση, κατά την οποία το ανοσοποιητικό σύστημα δεν παράγει αντισώματα που καταπολεμούν τις λοιμώξεις. Υπάρχει δυνατότητα προγεννητικής διάγνωσης, με λήψη αίματος από το έμβρυο. Η θεραπεία περιλαμβάνει τακτικές ενέσεις με αντιβακτηριακά… …   Dictionary of Greek

  • ακανθίη — (acanthia). Τάξη εντόμων που συμπίπτει με εκείνη των ετεροπτέρων εντόμων. Η τάξη αυτή έχει 40.000 είδη, ανάμεσα στα οποία είναι και ο κοριός. Οι κεραίες τους είναι μικρότερες από το κεφάλι και συνολικά το μήκος τους δεν ξεπερνά τα 4 έως 5… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”